- επικάμνω
- ἐπικάμνω (Α)στενοχωριέμαι για κάτι, λυπάμαι κατόπιν.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάμνω «κουράζομαι, λυπάμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek